- μαρκετερί
- η1. τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως στη διακόσμηση επίπλων τέχνης και που συνίσταται στην επικόλληση ή επένθεση μικρών τεμαχίων από λεπτά φύλλα άλλου ξύλου, από ελεφαντοστό, μπρούντζο κ.ά. ύλες στην επιφάνειά τους, από τα οποία προκύπτουν διάφορα γεωμετρικά, ανθικά ή άλλα σχέδια2. αντικείμενο ή έργο τέχνης φιλοτεχνημένο με την τεχνική αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marqueterie].
Dictionary of Greek. 2013.